μολογώ — άω και έω βλ. ομολογώ … Dictionary of Greek
IMPUDENS — in Iure Hebraeo, ad testimonium in Foro dicendum non admittebatur olim. Arcebantur enim decem hominum genera, ut habet Maimonides Tract. Aldoth. c. 9, 10. et 11. etc. Feminae, Servi, Minores, Fatui, Surdi, quibuscum copulant Mutos, Caeci. Impii,… … Hofmann J. Lexicon universale
αμολόγητος — και αμολόητος, η, ο [μολογώ] αυτός που δεν μολογιέται, δεν είναι δυνατόν ή δεν πρέπει να λεχθεί, να αναφερθεί, άρρητος, ανεκδιήγητος … Dictionary of Greek
μαλώνω — (Μ μαλώνω και μαλλώνω) 1. κάνω δριμείες παρατηρήσεις, επιπλήττω, επιτιμώ («μην τό μαλώνεις το παιδί κάθε τόσο») 2. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ, καβγαδίζω («κάθε βράδι αυτό το ζευγάρι μαλώνει») 3. συμπλέκομαι, συγκρούομαι 4. πολεμώ 5. επιτίθεμαι… … Dictionary of Greek
ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… … Dictionary of Greek
μολογάω — (σπάν. μολογώ), μολόγησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ομολογώ — και μολογώ ομολόγησα, ομολογήθηκα, ομολογημένος 1. αναγνωρίζω κάτι, παραδέχομαι, συμφωνώ, αποκαλύπτω, λέω, φανερώνω: Ομολόγησε την αλήθεια. – Ομολόγησε την ενοχή του. 2. μιλώ, διηγούμαι: Για μολόγα μας τι ξέρεις. 3. έχω ικανότητα, αξίζω: Τίποτα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)