μολογώ

μολογώ
μολόγησα
1. διηγούμαι, αναφέρω κάτι: Μολογούσε τις εμπειρίες του από τον πόλεμο.
2. προδίνω μυστικό, καταδίνω, παραδέχομαι: Μολόγησε όλα τα σχέδια της οργάνωσης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μολογώ — άω και έω βλ. ομολογώ …   Dictionary of Greek

  • IMPUDENS — in Iure Hebraeo, ad testimonium in Foro dicendum non admittebatur olim. Arcebantur enim decem hominum genera, ut habet Maimonides Tract. Aldoth. c. 9, 10. et 11. etc. Feminae, Servi, Minores, Fatui, Surdi, quibuscum copulant Mutos, Caeci. Impii,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμολόγητος — και αμολόητος, η, ο [μολογώ] αυτός που δεν μολογιέται, δεν είναι δυνατόν ή δεν πρέπει να λεχθεί, να αναφερθεί, άρρητος, ανεκδιήγητος …   Dictionary of Greek

  • μαλώνω — (Μ μαλώνω και μαλλώνω) 1. κάνω δριμείες παρατηρήσεις, επιπλήττω, επιτιμώ («μην τό μαλώνεις το παιδί κάθε τόσο») 2. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ, καβγαδίζω («κάθε βράδι αυτό το ζευγάρι μαλώνει») 3. συμπλέκομαι, συγκρούομαι 4. πολεμώ 5. επιτίθεμαι… …   Dictionary of Greek

  • ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… …   Dictionary of Greek

  • μολογάω — (σπάν. μολογώ), μολόγησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ομολογώ — και μολογώ ομολόγησα, ομολογήθηκα, ομολογημένος 1. αναγνωρίζω κάτι, παραδέχομαι, συμφωνώ, αποκαλύπτω, λέω, φανερώνω: Ομολόγησε την αλήθεια. – Ομολόγησε την ενοχή του. 2. μιλώ, διηγούμαι: Για μολόγα μας τι ξέρεις. 3. έχω ικανότητα, αξίζω: Τίποτα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”